- νειός
- νειόςfallow-landfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νειός — νειός, ἡ (ΑΜ, Α και νεός και νέα) 1. αγρός ο οποίος οργώθηκε και πάλι, αφού παρέμεινε χέρσος για λίγο χρόνο με σκοπό την ενδυνάμωση τής γης, νιάμα («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.) 2. η άροση, το … Dictionary of Greek
νείος — (I) νεῑος, η, ον (Α) ιων. τ. βλ. νεός. (II) νεῑος, α, ον (Α) βλ. νήιος … Dictionary of Greek
νεῖος — νέος young masc nom sg (ionic) νεῖος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοῖο — νειός fallow land fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοῖς — νειός fallow land fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοῖσι — νειός fallow land fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοῖσιν — νειός fallow land fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοί — νειός fallow land fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοῦ — νειός fallow land fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειούς — νειός fallow land fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)